Please enter your username and email address. Get new password
Register Now
x

Σταύρος Τζουανάκος

Ο Σταύρος Τζουανάκος γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1925 στον Πειραιά και πέθανε στη μακρινή Φλώριδα των ΗΠΑ στις 17 Δεκεμβρίου του 1974, σε ηλικία μόλις 49 ετών. (Κατά τον Τάσο Σχορέλη γεννήθηκε το 1921, όμως η πληροφορία αυτή δεν είναι σωστή). Κατάγεται από φτωχή οικογένεια και είναι γόνος του Μανιάτη Θανάση και της Πειραιώτισσας Ελένης Τζουανάκου.

Ο Σταύρος Τζουανάκος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ολοκληρωμένου δημιουργού. Τη χρονική περίοδο από το 1948 έως και το 1964 πρόσφερε στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι περίπου 100 όμορφα τραγούδια που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Είναι αναμφίβολα σημαντικός συνθέτης του Ρεμπέτικου και εκφραστικότατος τραγουδιστής του.
Ανήκει στην τελευταία «φουρνιά» των δημιουργών του νεώτερου ρεμπέτικου τραγουδιού (1940 – 1955) και θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ο τελευταίος των «Μοϊκανών»-Ρεμπετών σαν συνθέτης και στιχουργός. Αποτελεί σοβαρό κεφάλαιο για το Ρεμπέτικο Τραγούδι, που είναι άγνωστο τι διαστάσεις θα είχε πάρει το έργο του αν δεν έφευγε τόσο νέος από τη ζωή. Μάλλον δεν πρόλαβε να δώσει στο έργο του την πλήρη διάστασή του από άποψη όγκου και ποικιλίας. Η ποιότητά του όμως, στις υπάρχουσες δημιουργίες του, είναι αναμφίβολα δεδομένη.

– Η φωνή του ήταν υπέροχη, με τεράστιες δυνατότητες και σαν πρώτη και σαν δεύτερη. Γνήσια ρεμπέτικη, φωνάρα, εκφραστική και νταλγκαδιάρικη. Την ακούς και σε «πειράζει» στην καρδιά, «φτιάχνεσαι»………
Το έχω ξαναπεί και θα το ξαναπώ για μια φορά ακόμη πως: Κατά προσωπική μου εκτίμηση και προτίμηση, ο Σταύρος Τζουανάκος, ως ερμηνευτής, κατατάσσεται αναμφίβολα ανάμεσα στους πέντε πρώτους μεταπολεμικούς άντρες τραγουδιστές του γνήσιου ρεμπέτικου (με τυχαία κατάταξη: Πρόδρομος Τσαουσάκης, Σταύρος Τζουανάκος, Οδυσσέας Μοσχονάς, Θανάσης Ευγενικός και Γιάννης Κυριαζής). Με εξαίρεση βέβαια πάντα, μετά το 1952, τον ανυπέρβλητο Στέλιο Καζαντζίδη, βασιλιά του κατοπινού (μετά το 1955) λαϊκού τραγουδιού.

Από πολύ μικρή ηλικία ο Σταύρος έδειξε πως είχε κλίση στη μουσική, λόγω όμως οικογενειακών οικονομικών δυσκολιών οι γονείς του δεν μπόρεσαν να τον ωθήσουν, παρά μόνον στην εφηβεία του, προσφέροντάς του το πρώτο του όργανο, που ήταν μια κιθάρα. Αυτοδίδακτος, με πολύ όρεξη, έμαθε πολύ γρήγορα να παίζει αρκετά καλά. Αργότερα μαθαίνει και τρίχορδο μπουζούκι, στο οποίο τελειοποιείται.

Για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του, αναγκάζεται από πολύ μικρός να εργαστεί. Μαθαίνει λίγο την τέχνη του χρυσοχόου εργαζόμενος σ’ ένα μαγαζί στην Ομόνοια, στο χρυσοχοείο του νονού και θείου του, κυρίως όμως έκανε βοηθητικές δουλειές. Ταυτόχρονα, πηγαίνει στο σχολείο στον Πειραιά και τελειώνει με χίλιες δυσκολίες το νυχτερινό Γυμνάσιο (οκτατάξιο τότε). Παράλληλα, στην εφηβεία του, μαθαίνει και την τέχνη του υδραυλικού, την οποία έκτοτε εξασκούσε στις δύσκολες περιόδους της ζωής του παράλληλα με την απασχόλησή του σαν μουσικός και τραγουδιστής.
Από τα πρώτα ακόμα χρόνια της Κατοχής ο Σταύρος Τζουανάκος ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο τραγούδι σαν συνθέτης, μπουζουξής, κιθαρίστας και τραγουδιστής, όταν πρωτοεμφανίστηκε το 1942 (ή λίγο πριν) με τον Γιάννη Σαμιώτη, τον Παναγιώτη Πετσά και άλλους στην ταβέρνα του Γιούλη, στην οδό Πατησίων της Αθήνας. Ξεκίνησε λοιπόν παίζοντας σε ταβέρνες, ενώ παράλληλα εργαζόταν και σαν υδραυλικός.

Η σοβαρή επαγγελματική του καριέρα αρχίζει αμέσως μετά την απελευθέρωση (1944), δίπλα στον Μανώλη Χιώτη, ο οποίος εκτιμώντας ιδιαίτερα το ερμηνευτικό ταλέντο του Τζουανάκου, τον πήρε μαζί του στο πάλκο.
Σιγά-σιγά γνωρίζεται με τους γνωστότερους καλλιτέχνες του χώρου και της εποχής εκείνης και το 1948 του δίνεται η ευκαιρία να γραμμοφωνήσει τα δύο πρώτα του τραγούδια στην Columbia: το «Ένας διαβάτης», με στίχους του Κώστα Κοφινιώτη και ερμηνευμένο απαράμιλλα από τον ίδιο και το «Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις», με στίχους δικούς του, ερμηνευμένο από τον πρωτοεμφανιζόμενο Ανδρέα Σπαγγαδώρο και τον Μανώλη Χιώτη και με μπουζούκια το Χιώτη και τον ίδιο τον Τζουανάκο. Ο πρώτος του δίσκος γραμμοφώνου, με τα δυο συγκεκριμένα τραγούδια, κυκλοφόρησε λίγο αργότερα στις 17 Φεβρουαρίου του 1949 με μεγάλη επιτυχία.

Λίγες ημέρες αργότερα από την πρώτη του ηχογράφηση το 1948, γραμμοφωνεί στην His Master’s Voice το περίφημο τραγούδι του «Γυναίκα είναι, γυναίκα μένει», με δικούς του στίχους, ερμηνευμένο υπέροχα και μοναδικά από το θρυλικό ντουέτο του ελληνικού λαϊκού πενταγράμμου Στελλάκης Περπινιάδης και Ιωάννα Γεωργακοπούλου

Επηρεασμένος έντονα από τα σκληρά και απάνθρωπα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, οΣταύρος Τζουανάκος μεταφέρει στα τραγούδια του –ίσως καλύτερα και εντονότερα από τους άλλους λαϊκούς συνθέτες της εποχής του– το κλίμα της μελαγχολίας, της κοινωνικής αδικίας, της στέρησης, της απόγνωσης και αποσύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας, της ερωτικής απόγνωσης και της απιστίας, του χωρισμού, του Χάρου και του Άδη, κλπ. Συχνά όμως στα τραγούδια του κινείται και σε κλίμακεςαισιοδοξίας.

Videos


hacklinkPortobet