Βαγγέλης Παπάζογλου
Υπήρξε αυτοδίδακτος μουσικός. Από παιδάκι έπαιζε μαντολίνο και αργότερα έμαθε κιθάρα, βιολί και μπάντζο. Συμμετείχε στην περίφημη Εστουδιαντίνα «Τα Πολιτάκια» ως δεύτερο μαντολίνο (με πρώτο τον Σπύρο Περιστέρη και τον Παναγιώτη Τούντα). Εκεί γνωρίστηκε με τους άλλους μεγάλους Σμυρνιούς μουσικούς Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα, τους Ογδοντάκηδες, το Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιό που γύρω στο 1920 ήταν στη Σμύρνη παίζοντας βιολί κ.ά. Αν και αυτοδίδακτος, κατόρθωσε με τη βοήθεια του μαέστρου Σπύρου Περιστέρη να μάθει τη μουσική σημειογραφία. Έτσι πάρα πολλές παρτιτούρες των τραγουδιών του διασώθηκαν μέχρι σήμερα.
Με την απελευθέρωση της Σμύρνης το 1919, κατατάσσεται ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό, συμμετέχει στη Μικρασιατική εκστρατεία και τελικά, έρχεται ως πρόσφυγας στην Ελλάδα το 1923 μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Στου Θεόφραστου, γνωρίζεται με την Αγγελική Μαρωνίτη – σπουδαία Σμυρνιά τραγουδίστρια και κόρη του σημαντικού μουσικού δάσκαλου της Σμύρνης Δημήτρη Μαρωνίτη γνωστού με το ψευδώνυμο «Χιωτάκι» – με την οποία παντρεύονται το 1927. Στα 1929 η Αγγέλα τυφλώνεται και στα 1936 αποσύρεται οριστικά από τα πάλκα αφού της το απαγορεύει ο Βαγγέλης. Μένουν στην Κοκκινιά, δεν αποκτούν όμως παιδιά και έτσι υιοθετούν τον ανηψιό της Αγγέλας, Γιώργη Παπάζογλου.
Στη δισκογραφία πρωτοεμφανίζεται το 1933 με τρία τραγούδια του: «Αν ήμουν άντρας», «Αργιλέ μου» και «Ο Νικοκλάκιας». Έχει έντονη παρουσία μέχρι το 1937, οπότε έρχεται σε ρήξη με τη Μεταξική λογοκρισία, αρνούμενος δημόσια να λογοκριθούν τα τραγούδια του από «αμόρφωτους ανθρώπους», με αποτέλεσμα την εξαφάνισή του από τη δισκογραφία. Έτσι από το 1937 και μετά, μόνο ένα τραγούδι από τα δεκάδες που είχε, φωνογραφήθηκε στο όνομά του: «Να μη λες το μυστικό σου» με τον Κώστα Ρούκουνα στα τέλη το 1938. Συνεχίζει όμως να παίζει σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια ανά την Ελλάδα, αλλά και να γράφει τραγούδια. Πολλά από αυτά τα χάρισε σε άλλους συνθέτες και τραγουδιστές.
Όταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, παρ’ όλο που υπήρχε προσφορά εργασίας, ο Βαγγέλης Παπάζογλου ήγειρε ηθικό θέμα και μη θέλοντας να παίζει και να χορεύουνε οι «φχαριστημένοι και οι μαυραγορίτες» όπως είπε χαρακτηριστικά, παράτησε την κιθάρα και το τραγούδι, έριξε ένα τσουβάλι στον ώμο και έγινε παλιατζής. Η απόφασή του ήταν μοιραία. Η πείνα τον κατέβαλε σωματικά και πέθανε από φυματίωση στις 27 Ιουνίου 1943.
Videos
-
Κάτω στα λεμονάδικα
Βαγγέλης Παπάζογλου